- ἄγημα
- ἄγημαanything ledneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άγημα — Ομάδα ανδρών του πολεμικού ναυτικού επιφορτισμένη με την εκτέλεση κάποιας υπηρεσίας, στρατιωτικού ή τεχνικού χαρακτήρα. Έτσι, π.χ., το πυροσβεστικό ά. είναι ειδικά εκπαιδευμένο και επιφορτισμένο με την κατάσβεση πυρκαγιών. Το αποβατικό ά. εκτελεί … Dictionary of Greek
άγημα — το, ατος ομάδα από το πλήρωμα πολεμικού πλοίου με ειδική υπηρεσία στην ξηρά: Το άγημα αποβιβάστηκε σε μια ερημική ακτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄγημ' — ἄγημα , ἄγημα anything led neut nom/voc/acc sg ἄγημι , ἀγάω pres ind act 1st sg ἄγημαι , ἀγάω pres ind mp 1st sg ἄ̱γημαι , ἀγάω perf ind mp 1st sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγήμασι — ἄγημα anything led neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγήματα — ἄγημα anything led neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγήματι — ἄγημα anything led neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγήματος — ἄγημα anything led neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГИПАСПИСТ — • Ύπασπιστής, в собственно греческом войске щитоносец (раб), который в походе нес за своим господином щит, а также шлем, часть поклажи и провиант на 3 дня. В македонском войске так назывался особый род пехоты (наряду с фалангитами и… … Реальный словарь классических древностей
Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве … Википедия
Έμντεν — I (Emden). Πόλη (52.200 κάτ. το 2003) της βορειοδυτικής Γερμανίας, στο κρατίδιο της Κάτω Σαξονίας. Είναι χτισμένη στη βόρεια ακτή του κόλπου Ντόλαρτ, σε απόσταση 4 χλμ. από τις εκβολές του ποταμού Εμς, με τον οποίο συνδέεται με πλατιά διώρυγα,… … Dictionary of Greek